- πανισμός
- πανισμός, ὁ,A panic terror, Ps.-Plu.Fluv.5.2 (leg. παιανισμός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανισμός — ὁ, Α [Παν] ο φόβος που προκαλεί ο Παν, πανικός … Dictionary of Greek